- αμείνων
- ἀμείνων (-ονος), -ον (Α)συγκριτικό τού επιθέτου αγαθός1. ικανότερος, γενναιότερος2. προτιμότερος, ωφελιμότερος3. τὰ ἀμείνωτο σωστό, το δίκαιο4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό τού εὖ.[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού τού επιθ. ἀγαθός, που χρησιμοποιείται συχνά στον Όμηρο, καθώς και στην ιωνική-αττική πεζογραφία και ποίηση. Η λ. δεν απαντά στα μεταγενέστερα έργα και είναι άγνωστη στην Καινή Διαθήκη. Στον Μίμνερμο απαντά και τ. ἀμεινότερος]. Η λ. σημαίνει κυρίως «αυτός που αξίζει περισσότερο, καλύτερος» και ως προσδιορισμός προσώπων έχει συνήθως τη σημασία «ικανότερος, γενναιότερος». Ετυμολογικά ο τ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Το γεγονός ότι στην αττική διάλεκτο μαρτυρούνται κύρια ονόματα με αρχικό θ. Ἀμειν- οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δίφθογγος -ει- τού τ. ἀμείνων πρέπει να είναι αρχική, δηλ. γνήσια και όχι προϊόν αντεκτάσεως από αρχικό τ. *ἀμεν-yōν (ἀμεν- αρχικό θ. και yōν- ληκτικό μόρφημα τού συγκριτικού βαθμού). Εξάλλου, τίποτε δεν αποδεικνύει την ύπαρξη στη λ. αρχικής καταλήξεως -*yōν. Με βάση την παραπάνω άποψη, ο Osthoff υποστηρίζει ότι η λ. προήλθε από τ. ουδετέρου ἄμεινον < ἀ- στερητ. + *μεῖνoν «μείωση». Κατά τον Seiler δε η λ. προήλθε από αρχικό τ. *ἀμειν-yōν < α- στερητ. + *μείνyōν (< *μινύς, πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου μινύζωον «ολιγόβιον»)].
Dictionary of Greek. 2013.